Μπαράζ αλλαγών στο πειθαρχικό των υπαλλήλων στο Δημόσιο προβλέπει το νομοσχέδιο το οποίο κατέθεσε τη Δευτέρα (21.7.2025) το υπουργείο Εσωτερικών (ΥΠΕΣ).
Προστίθενται από το ΥΠΕΣ νέα ποινικά αδικήματα που συνιστούν κωλύματα διορισμού ως δημοσίου υπαλλήλου. Επίσης, αυξάνεται από τα πέντε στα δέκα έτη το προσωρινό κώλυμα εκ νέου διορισμού υπαλλήλου, ο οποίος απολύθηκε από το Δημόσιο συνεπεία επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του για λόγους που ανάγονται σε υπαιτιότητά του.
Παράλληλα, σε δυνητική αργία μπορεί να τεθεί ένας υπάλληλος στον οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κάποιο από τα εγκλήματα τα οποία επισύρουν την έκπτωση από την υπηρεσία, με βάση τις οποίες η άσκηση ποινικής δίωξης είναι λόγος θέσης υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία.
Πιο αναλυτικά:
Συγκεκριμένα και με σκοπό την αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου:
Αυξάνεται από τα πέντε στα δέκα έτη το προσωρινό κώλυμα εκ νέου διορισμού υπαλλήλου, ο οποίος απολύθηκε από το Δημόσιο συνεπεία επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του για λόγους που ανάγονται σε υπαιτιότητά του. Επίσης, το προσωρινό κώλυμα εκ νέου διορισμού καταλαμβάνει και όσους υπαλλήλους απώλεσαν την υπαλληλική τους ιδιότητα (π.χ. με παραίτηση) και ακολούθως τους επιβλήθηκε αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης λόγω συνέχισης της πειθαρχικής διαδικασίας μετά τη λύση της υπαλληλικής τους σχέσης.
Προβλέπεται ρητά ότι η διαδικασία ανάκλησης ή μη του διορισμού υπαλλήλου, την οποία εκκινεί το αρμόδιο όργανο, πρέπει να ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός τριμήνου.
Προβλέπεται ότι από την άσκηση ποινικής δίωξης για οποιοδήποτε κακούργημα ο υπάλληλος τίθεται σε αυτοδίκαιη αργία, πρόβλεψη που σήμερα ισχύει μόνο σε σχέση με τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
Ακόμα, η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας υπαλλήλου, για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, αποτελεί λόγο για τη θέση του σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας. Τέλος, προβλέπεται ρητά ότι, υπάλληλος, ο οποίος τέθηκε σε αργία επειδή τού ασκήθηκε ποινική δίωξη είτε για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής είτε για οποιοδήποτε κακούργημα κατά τα ανωτέρω, επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του αν αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Σε δυνητική αργία μπορεί να τεθεί ένας υπάλληλος στον οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κάποιο από τα εγκλήματα τα οποία επισύρουν την έκπτωση από την υπηρεσία, με βάση τις οποίες η άσκηση ποινικής δίωξης είναι λόγος θέσης υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία. Ειδικά, σε σχέση με το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε δυνητική αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό.
Προβλέπεται η αυτοδίκαιη άρση της αναστολής, εφόσον εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση του μέτρου στον υπάλληλο, δεν κοινοποιηθεί σε αυτόν η εν λόγω πράξη, η οποία εκδίδεται κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου. Ακόμη, με την προτεινόμενη ρύθμιση συμπεριλαμβάνονται ρητά στα αρμόδια για τη θέση σε αργία όργανα οι επικεφαλής Ανεξάρτητων Αρχών.
Τέλος, με την αξιολογούμενη ρύθμιση προστίθεται παρ. 6 στο άρθρο 104 με την οποία προβλέπεται ως νέο διοικητικό μέτρο η υποχρεωτική μετακίνηση ή μετάθεση ενός υπαλλήλου σε άλλη οργανική μονάδα από αυτή στην οποία υπηρετεί, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου που παρέχεται εντός δέκα ημερών. Σκοπός της ρύθμισης είναι να μην μπορεί ο υπάλληλος να παρακωλύσει τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, όταν διερευνάται η τέλεση κάποιου πειθαρχικού παραπτώματος με το οποίο σχετίζεται.
Προσδιορίζεται η προϋπόθεση για την επιστροφή των αποδοχών που δεσμεύτηκαν προβλέποντας πλέον αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων μηνών.
Διασαφηνίζεται ότι όποιος υπάλληλος τέθηκε σε οριστική παύση δεν λαμβάνει αποδοχές. Ακόμη, προσδιορίζεται ότι, όσο διαρκεί η αργία ή η αναστολή καθηκόντων, εκτός από την ισχύ των περιορισμών των υπαλλήλων σχετικά με τα ασυμβίβαστα έργα ή ιδιότητες δεν επιτρέπονται για αυτούς υπηρεσιακές μεταβολές. Τέλος, περιγράφονται ο τρόπος και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επανέλθει στην οργανική μονάδα από την οποία μετακινήθηκε ή μετατέθηκε ο υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί το διοικητικό μέτρο της υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης.
Πιο συγκεκριμένα, αφενός προστίθενται στον κατάλογο των πειθαρχικών παραπτωμάτων νέα παραπτώματα, αφετέρου κωδικοποιούνται άλλα πειθαρχικά παραπτώματα προβλεπόμενα από ειδικούς νόμους.
Ενδεικτικά, μνημονεύεται ότι συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο ως πειθαρχικό παράπτωμα η μη ανάρτηση ή η μη έγκαιρη ανάρτηση στο διαδίκτυο των πράξεων που είναι αναρτητέες.
Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.
Εφαρμόζονται ιδίως οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν:
Προστίθενται ως νέες πειθαρχικές ποινές που δύνανται να επιβληθούν σε ορισμένα πειθαρχικά παραπτώματα:
Ακόμα, προστίθενται νέα πειθαρχικά παραπτώματα στον κατάλογο εκείνων τα οποία δύναται να επισύρουν την οριστική παύση. Ενδεικτικά, συμπεριλαμβάνεται στον σχετικό κατάλογο τα πειθαρχικά παραπτώματα της άσκησης εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας ή άσκησης έργων ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου.
Αποτυπώνεται με ρητό τρόπο η γενική αρχή ne bis in idem, η οποία απαγορεύει την άσκηση δεύτερης πειθαρχικής δίωξης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως νομικού χαρακτηρισμού.
Προβλέπεται ότι τιμωρούνται πειθαρχικά, εφόσον δεν έχει παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής τους, και οι πράξεις υπαλλήλων νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση.
Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας προκαλούν τη διακοπή της παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος, η έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος ή αμετάκλητης ποινικής απόφασης, με την οποία παύει η ποινική δίωξη ή κηρύσσεται αθώος ο διωκόμενος υπάλληλος, δεν επιδρά στην ήδη διακοπείσα παραγραφή.
Αποσυνδέεται πλήρως η πειθαρχική διαδικασία από την ποινική εξέλιξη της υπόθεσης, προκειμένου το πειθαρχικό όργανο να εξετάζει ανεξάρτητα κάθε πτυχή της υπό διερεύνηση υπόθεσης, χωρίς να αναμένει την κρίση των ποινικών δικαστηρίων, προς επιτάχυνση της απονομής της πειθαρχικής δικαιοσύνης.
Καθορίζεται ότι η ανακοίνωση της ποινικής δίωξεις υπαλλήλου αυτή κοινοποιείται στην υπηρεσία του υπαλλήλου και όχι στην προϊστάμενη αρχή του τελευταίου, ενώ ειδικά για την περίπτωση που δεν προκύπτει ο υπηρεσιακός φορέας του υπαλλήλου, η ανακοίνωση αυτή γίνεται στο Υπουργείο Εσωτερικών. Τέλος, η προθεσμία για τη γνωμοδότηση των πειθαρχικών οργάνων για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης αυξάνεται στις τριάντα ημέρες από την ανακοίνωση του Εισαγγελέα.
Καταργείται και η αναφορά στα διοικητικά συμβούλια των επιμέρους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ως πειθαρχικά όργανα όσον αφορά στους υπαλλήλους τους.
Εντάσσονται στους πειθαρχικώς προϊστάμενους ο Υπηρεσιακός Γραμματέας Υπουργείου και ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Προβλέπεται αρμοδιότητα του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, ο οποίος θα έχει πειθαρχική δικαιοδοσία όσον αφορά σε υπαλλήλους εναντίον των οποίων τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα, όπως διαπιστώνεται με έκθεση της Αρχής, δεν έχουν ασκήσει πειθαρχική εξουσία παρά τη σχετική τους δέσμια αρμοδιότητα, και θα δύναται να παραπέμψει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του Κώδικα, περί των διαδικασιών και των συνεπειών της παραπομπής.
Η αρμοδιότητα αυτή του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας είναι οριζόντια για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, καθώς και των Ανεξάρτητων Αρχών.
Επέρχονται αλλαγές στο εύρος των πειθαρχικών ποινών που μπορούν να επιβάλλουν οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των πειθαρχικών κυρώσεων. Συγκεκριμένα, αυξάνεται το όριο προστίμου που μπορεί να επιβάλει ο Υπουργός από τρεις σε πέντε μήνες αποδοχών, ενώ αντίστοιχα αυξάνονται και τα όρια για άλλους προϊσταμένους ανάλογα με τη διοικητική τους θέση. Παράλληλα, διευρύνονται τα πρόσωπα που μπορούν να επιβάλουν πειθαρχικές ποινές, προσθέτοντας στον κατάλογο των αρμοδίων, μεταξύ άλλων, τον Υπηρεσιακό Γραμματέα ή τον Επόπτη ΟΤΑ. Εξάλλου, εξειδικεύεται περαιτέρω η αρμοδιότητα σε περιπτώσεις που ο υπάλληλος υπηρετεί εκτός οργανικής του.
Το νέο πειθαρχικό όργανο αποτελείται από εξήντα (60) μέλη, λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, πρόσωπα που διαθέτουν εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης και γνωστικής επάρκειας του πειθαρχικού δικαίου, δεδομένης της εμπειρίας τους λόγω της μέχρι σήμερα συμμετοχής τους στα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια, καθώς και στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αλλά και των εχεγγύων για την αξιόπιστη και συνεπή διεκπεραίωση των πειθαρχικών διαδικασιών.
Οι λειτουργοί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που στελεχώνουν το πειθαρχικό όργανο είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, χωρίς πρόσθετα καθήκοντα, κάτι το οποίο αναμένεται ότι θα συμβάλει στην επιτάχυνση απονομής της πειθαρχικής δικαιοσύνης.
Η συγκρότηση του νέου πειθαρχικού οργάνου είναι πλέον ευχερέστερη, καθόσον δεν εξαρτάται από την προηγούμενη συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων, αλλά γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών μετά από πρόταση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Διευκρινίζεται δε ότι η τελευταία αποτελεί δεσμευτική εισήγηση από την οποία ο Υπουργός Εσωτερικών δεν μπορεί να αποκλίνει. Το νέο όργανο λειτουργεί σε κλιμάκια τριμελούς και πενταμελούς σύνθεσης, ανάλογα με τη βαρύτητα της εξεταζόμενης πειθαρχικής υπόθεσης.
Προβλέπονται η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας των Τριμελών Κλιμακίων, των Πενταμελών Κλιμακίων, καθώς και του Ειδικού Πενταμελούς Κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οι αρμοδιότητες μεταξύ αυτών κατανέμονται με απόφαση του Συντονιστή του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Επιπλέον, μετά από εισήγηση του Συντονιστή του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο Υπουργός Εσωτερικών εκδίδει απόφαση για τον Κανονισμό Λειτουργίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Τέλος, προβλέπεται και η δυνατότητα να καλείται στα Τριμελή ή Πενταμελή Κλιμάκια, μετά από αίτημα του διωκόμενου υπαλλήλου, εκπρόσωπος τριτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, ώστε να εκθέτει απόψεις, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος, έπειτα, αποχωρεί πριν από την έναρξη της διάσκεψης των μελών του Κλιμακίου. Τέλος, σημειώνεται ότι η μη προσέλευσή του δεν κωλύει την πρόοδο της συνεδρίασης.
ΠΗΓΗ: NEWSIT.GR
Εως τις 30 Ιουλίου θα διαρκέσει η περίοδος υποβολής αιτήσεων συμμετοχής στο πρόγραμμα απασχόλησης 8.000…
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων Ηλίας Σιώρας, σήμερα όσοι προσέρχονταν στα επείγοντα, είτε…
Προπτυχιακά Το Πανεπιστήμιο FREDERICK της Κύπρου παρέχει σήμερα μια σειρά προπτυχιακών δια ζώσης (όπως…
Σφορδή επίθεση Κεγκέρογλου στον ΠτΔ για τα περι «καταστροφικού» PSI Επίθεση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας…
Νέα τμήματα από το Κέντρο Διά Βίου Μάθησης του Δήμου Ηρακλείου Ο Δήμος Ηρακλείου, η…
Υπουργείο Παιδείας: 271 νέες προσλήψεις αναπληρωτών Το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ανακοινώνει ότι για…
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ