«Η αύξησή τους θα προκαλούσε επιπλέον άνοδο στις τιμές πώλησης των ακινήτων και φορολογική επιβάρυνση, κάτι που θέλουμε να αποφύγουμε», δήλωσε ο κ. Κώτσηρας, καθώς η απόφαση για πάγωμα των αντικειμενικών αξιών αποκτά επίσημο χαρακτήρα για τα επόμενα δύο τουλάχιστον χρόνια.
Αυτό αυτομάτως συνεπάγεται μία σημαντική φορολογική «ανάσα» για τους ιδιοκτήτες, αφού θα δουν τη φορολογική βάση να διατηρείται σταθερή στα επίπεδα της τελευταίας αναθεώρησης του 2022.
Οι φόροι που υπολογίζονται βάσει των αντικειμενικών αξιών – όπως ο ΕΝΦΙΑ, οι φόροι μεταβίβασης, οι γονικές παροχές και δωρεές – παραμένουν, επίσης, σταθεροί. Έτσι, οι μεταβιβάσεις και οι κληρονομιές γίνονται ευκολότερες. Κατά τα άλλα,
Ιδιαίτερα για περιοχές που είχαν δει θεαματικές αυξήσεις στην τελευταία αναπροσαρμογή, όπως το Πέραμα, το Μενίδι και περιοχές της Δυτικής Αττικής, η απόφαση αυτή αποτρέπει νέα εκτίναξη των φορολογικών επιβαρύνσεων.
Εμπορικές vs Αντικειμενικές Αξίες
Το χάσμα μεταξύ εμπορικών και αντικειμενικών τιμών φτάνει μεσοσταθμικά το 30%, με τιςμεγαλύτερες αποκλίσεις να εντοπίζονται σε δημοφιλείς περιοχές, όπως το κέντρο της Αθήνας, τα νότια και τα βόρεια προάστια, αλλά και σε τουριστικούς προορισμούς.
Παρά το ότι το «πάγωμα» των αντικειμενικών αξιών υπάρχει η τάση να συνδέεται και με την πτώση των ενοικίων ή των τιμών αγοράς, αυτό δεν είναι ακριβές. Οι τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια δεν επηρεάζονται άμεσα, αφού οι αντικειμενικές αξίες συνδέονται με τη φορολογία. Οι επενδυτές θα βοηθηθούν στην αγορά ακινήτων, χάρη στην φορολογική ελάφρυνση, αλλά οι τιμές δεν θα «παγώσουν», αφού η ζήτηση παραμένει μεγάλη.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ, την περίοδο 2022–2024 οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 37,5% περίπου, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου άνω του 11%. Είνια προφανέςπως υπάρχει αναντιστοιχία στην αγορά, αφού οι φόροι μεταβίβασης και ο ΕΝΦΙΑ υπολογίζονται μία αξία που παραμένει σταθερή, τη στιγμή που τα ενοίκια και οι τιμές πώλησης κινούνται αδιάκοπα ανοδικά και χωρίς αξιοσημείωτα ρυθμιστικά αντίβαρα.